ἀνωγέω — ἀνώγεον anything raised from the ground neut nom/voc/acc dual ἀνώγεον anything raised from the ground neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωγέοις — ἀνώγεον anything raised from the ground neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωγέων — ἀνώγεον anything raised from the ground neut gen pl ἀνωγή command fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώγι — κ. ανώι, το (AM ἀνώγαιον κ. γεον) 1. ο όροφος του σπιτιού πάνω από το ισόγειο 2. παροιμ. «ο Μανόλης με τα λόγια χτίζ ανώγεια και κατώγια» (για φαντασιόπληκτο) αρχ. 1. αίθουσα φαγητού 2. φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανώγ(ε)ι < μσν. ανώγειον <… … Dictionary of Greek
ανώγαιον — ἀνώγαιον κ. ἀνώγεον, το (Α) βλ. ανώγι … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ՎԵՐՆԱՏՈՒՆ — (տան.) NBH 2 0814 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c գ. ὐπερῷον coenaculum ἁνώγεον editior domus locus τριώροφον tricamentum. Վերնայարկ. վերին մասն կամ կողմն տանն, եւս եւ նաւու. պ. վէրտան, վարտան. *Ներքնատունս եւ միջնատունս եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀνώγεα — ἀ̱νώγεα , ἄνωγα command plup ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἄνωγα command plup ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀνώγεον anything raised from the ground neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)